- υποτελώνης
- ο1) заместитель начальника таможни; 2) заведующий филиалом таможни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποτελώνης — ο, Ν 1. υποδιευθυντής τελωνείου 2. διευθυντής υποτελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + τελώνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
υποτελώνης — ο 1. υποδιευθυντής τελωνείου. 2. διευθυντής υποτελωνείου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)